- χαμαιτυπίς
- χᾰμαιτῠπ-ίς, ίδος, ἡ,A = χαμαιτύπη, rejected by Thom.Mag. p.400R.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαμαιτυπίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιτυπίς — ίδος, ἡ, Μ χαμαιτύπη*, πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαιτύπη + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ἀρχοντ ίς)] … Dictionary of Greek